Δείτε επίσης: εἴκων

Μεσαιωνικά ελληνικά (gkm) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

εἰκών < (κληρονομημένο) αρχαία ελληνική εἰκών
ΑΠΟΓΟΝΟΙ: → δείτε  εἰκών (αρχαία ελληνικά)

  Ουσιαστικό επεξεργασία

εἰκών θηλυκό

  1. (ζωγραφική) ζωγραφιά
  2. ομοίωμα
  3. εικόνα, απεικόνιση αγίων προσώπων

Άλλες μορφές επεξεργασία

Συγγενικά επεξεργασία

 ετυμολογικό πεδίο 
εἰκον- 

  Πηγές επεξεργασία



Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
εἰκων-, εἰκον-
ονομαστική εἰκών αἱ εἰκόνες
      γενική τῆς εἰκόνος τῶν εἰκόνων
      δοτική τῇ εἰκόν ταῖς εἰκόσῐ(ν)
    αιτιατική τὴν εἰκόν τὰς εἰκόνᾰς
     κλητική ! εἰκών εἰκόνες
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  εἰκόνε
γεν-δοτ τοῖν  εἰκόνοιν
3η κλίση, Κατηγορία 'κανών' όπως «κανών» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

εἰκών < Ϝεικ-ών < πιθανόν πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *weyk- (μοιάζω) όπως και στο εἰκάζω, εἰκῇ. Δεν έχουν βρεθεί ομόρριζα σε ινδοευρωπαϊκές γλώσσες. [1]

  Ουσιαστικό επεξεργασία

εἰκών, -όνος θηλυκό

  1. ομοίωμα προσωπογραφίας
  2. άγαλμα
    ※  4ος↑ αιώνας Αἰσχίνης, Κατὰ Κτησιφῶντος, 103
    δεησόμενον τὸ μὲν τάλαντον ἀφεῖναι τῇ πόλει, ἐπαγγελλόμενον δ᾽ αὐτῷ χαλκῆν εἰκόνα σταθήσεσθαι ἐν Ὠρεῷ.
    για να τον παρακαλέσει να χαρίσει το τάλαντο στην πόλη, με την υπόσχεση ότι θα του έστηναν χάλκινο ανδριάντα στον Ωρεό.
    Μετάφραση (2012): Αθανάσιος Ι. Γιαγκόπουλος, Θεσσαλονίκη:Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας @greek‑language.gr
  3. ομοιότητα
  4. είδωλο σε καθρέφτη
  5. φάντασμα, εικόνα φαινομένου, εικόνα νοητής ιδέας

Άλλες μορφές επεξεργασία

Εκφράσεις επεξεργασία

Συγγενικά επεξεργασία

 ετυμολογικό πεδίο 
εἰκον- 

Απόγονοι επεξεργασία

εἰκών (αρχαία ελληνικά)

μεσαιωνικά ελληνικά: εἰκών, εἰκόνα
νέα ελληνικά: εικόνα
ρωσικά: икона (ikona)
γαλλικά: icône
ισπανικά: icono
αραβικά: أيقونة (ʾayqūna)
λατινικά: icon
αγγλικά: icon

  Αναφορές επεξεργασία

  1. Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. 

  Πηγές επεξεργασία