Δείτε επίσης: εὔθυμος

Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο εύθυμος η εύθυμη το εύθυμο
      γενική του εύθυμου της εύθυμης του εύθυμου
    αιτιατική τον εύθυμο την εύθυμη το εύθυμο
     κλητική εύθυμε εύθυμη εύθυμο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι εύθυμοι οι εύθυμες τα εύθυμα
      γενική των εύθυμων των εύθυμων των εύθυμων
    αιτιατική τους εύθυμους τις εύθυμες τα εύθυμα
     κλητική εύθυμοι εύθυμες εύθυμα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

εύθυμος < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική εὔθυμος → δείτε τις λέξεις εὖ και θυμός

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /ˈe.fθi.mos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: εύ‐θυ‐μος

  Επίθετο επεξεργασία

εύθυμος

  1. που έχει καλή διάθεση
     συνώνυμα: ευδιάθετος, κεφάτος, πρόσχαρος, χαρωπός, χαρούμενος
     αντώνυμα: δύσθυμος, άκεφος, δύσθυμος, κατσούφης, σκυθρωπός
  2. που χαρακτηρίζεται από χαρά
     συνώνυμα: αλέγρος
  3. που προκαλεί το γέλιο
     συνώνυμα: διασκεδαστικός, ιλαρός, κωμικός, φαιδρός

Συγγενικά επεξεργασία

→ και δείτε τις λέξεις ευ και θυμός

  Μεταφράσεις επεξεργασία