εφοπλιστής
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- εφοπλιστής < αρχαία ελληνική ἐφοπλίζω + -τής ((μεταφραστικό δάνειο) γαλλική armateur)[1]
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /e.fo.pliˈstis/
Ουσιαστικό επεξεργασία
εφοπλιστής αρσενικό ή θηλυκό (θηλυκό: εφοπλίστρια & εφοπλιστίνα)
- (επάγγελμα) επιχειρηματίας που έχει ή ναυλώνει πλοία προς εμπορική εκμετάλλευση
Συγγενικά επεξεργασία
- εφοπλισμός
- εφοπλιστικός
- εφοπλιστίνα
- εφοπλίστρια
- μεγαλοεφοπλιστής
- → δείτε τις λέξεις επί και όπλο
Δείτε επίσης επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
εφοπλιστής
Αναφορές επεξεργασία
- ↑ εφοπλιστής - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας