Δείτε επίσης: ἐφημερεύω

Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

εφημερεύω < ελληνιστική κοινή ἐφημερεύω < αρχαία ελληνική ἐφήμερος < ἐπί + ἡμέρα

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /e.fi.meˈɾe.vo/

  Ρήμα επεξεργασία

εφημερεύω

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία