Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το εφετείο τα εφετεία
      γενική του εφετείου των εφετείων
    αιτιατική το εφετείο τα εφετεία
     κλητική εφετείο εφετεία
Κατηγορία όπως «πεύκο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

εφετείο < (καθαρεύουσα) ἐφετεῖον < αρχαία ελληνική ἐφέτης < ἐφίημι (απόδοση για τη γαλλική cour d’appel[1][2])

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /e.feˈti.o/
τυπογραφικός συλλαβισμός: ε‐φε‐τεί‐ο

  Ουσιαστικό επεξεργασία

εφετείο ουδέτερο

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Αναφορές επεξεργασία

  1. εφετείο - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
  2. Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.