Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

ευτελίζω < ευτελής (< ευ + τέλος) + -ίζω

  Ρήμα επεξεργασία

ευτελίζω (παθητ. φωνή: ευτελίζομαι)

  • μειώνω την αξία ή το κύρος (π.χ. ενός θεσμού, μιας ιδέας, ενός όντος).
οι πρακτικές που ακολουθήθηκαν ευτελίζουν την έννοια της χρηστής διοίκησης.

Συγγενικά επεξεργασία

Συνώνυμα επεξεργασία

Κλίση επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία