Δείτε επίσης: εὐγνωμονῶ

Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

ευγνωμονώ < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική εὐγνωμονῶ, συνηρημένος τύπος του εὐγνωμονέω (έχω καλή γνώμη, ανταμείβω μια χάρη)[1][2] < εὐγνώμων < εὖ + γνώμων < γιγνώσκω < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *ǵneh₃- (γνωρίζω)

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /ev.ɣno.moˈno/
τυπογραφικός συλλαβισμός: ευ‐γνω‐μο‐νώ

  Ρήμα επεξεργασία

ευγνωμονώ, πρτ.: ευγνωμονούσα ελλειπτικό ρήμα (χωρίς παθητική φωνή)

Συγγενικά επεξεργασία

Κλίση επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Αναφορές επεξεργασία

  1. ευγνωμονώ - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
  2. ευγνωμονώΧαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών.  (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)