Δείτε επίσης: εὐγενικός

Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο ευγενικός η ευγενική το ευγενικό
      γενική του ευγενικού της ευγενικής του ευγενικού
    αιτιατική τον ευγενικό την ευγενική το ευγενικό
     κλητική ευγενικέ ευγενική ευγενικό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι ευγενικοί οι ευγενικές τα ευγενικά
      γενική των ευγενικών των ευγενικών των ευγενικών
    αιτιατική τους ευγενικούς τις ευγενικές τα ευγενικά
     κλητική ευγενικοί ευγενικές ευγενικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

ευγενικός < (διαχρονικό δάνειο) μεσαιωνική ελληνική εὐγενικός < εὐγεν(ής) (ευγενής) + -ικός [1]

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /e.vʝe.niˈkos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: ευ‐γε‐νι‐κός

  Επίθετο επεξεργασία

ευγενικός, -ή, -ό

Συνώνυμα επεξεργασία

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Αναφορές επεξεργασία