Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η ευαισθητοποίηση οι ευαισθητοποιήσεις
      γενική της ευαισθητοποίησης* των ευαισθητοποιήσεων
    αιτιατική την ευαισθητοποίηση τις ευαισθητοποιήσεις
     κλητική ευαισθητοποίηση ευαισθητοποιήσεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, ευαισθητοποιήσεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

ευαισθητοποίηση < (ευαισθητοποιώ) ευαισθητοποιη- + παλιότερα -σις > -ση (-ποίηση)

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /e.ve.sθi.toˈpi.i.si/
τυπογραφικός συλλαβισμός: ευ‐αι‐σθη‐το‐ποί‐η‐ση

  Ουσιαστικό επεξεργασία

ευαισθητοποίηση θηλυκό

  1. η διαδικασία ή το αποτέλεσμα του ευαισθητοποιώ
  2. (ειδικότερα, στη βιολογία) διεργασία κατά τη διαδικασία της μάθησης όπου ένα ερέθισμα ευαισθητοποιεί τον οργανισμό
    ※  η επαναλαμβανόμενη έκθεση του οργανισμού σε ένα επώδυνο ερέθισμα έχει ως αποτέλεσμα την ταχύτερη αντίδραση, ευαισθητοποίηση. (κεφάλαιο 9, Βιολογία. Α΄Λυκείου)

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Πηγές επεξεργασία