ετοιμοθάνατος
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- ετοιμοθάνατος < ελληνιστική κοινή ἑτοιμοθάνατος < αρχαία ελληνική ἑτοῖμος + -θάνατος
Επίθετο επεξεργασία
ετοιμοθάνατος, -η, -ος
Δείτε επίσης : ἑτοιμοθάνατος |
ετοιμοθάνατος, -η, -ος