Δείτε επίσης: ἑσπερινός, Εσπερινός

Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο εσπερινός η εσπερινή το εσπερινό
      γενική του εσπερινού της εσπερινής του εσπερινού
    αιτιατική τον εσπερινό την εσπερινή το εσπερινό
     κλητική εσπερινέ εσπερινή εσπερινό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι εσπερινοί οι εσπερινές τα εσπερινά
      γενική των εσπερινών των εσπερινών των εσπερινών
    αιτιατική τους εσπερινούς τις εσπερινές τα εσπερινά
     κλητική εσπερινοί εσπερινές εσπερινά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

εσπερινός < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ἑσπερινός

  Επίθετο επεξεργασία

εσπερινός, -ή, -ό

  1. που συμβαίνει το βράδυ ή σχετίζεται με αυτό
    1. εσπερινά γυμνάσια λέγονταν τα βραδινά ή νυχτερινά σχολεία, στα οποία πήγαιναν τα εργαζόμενα παιδιά
    2. εσπερινές λέγονταν οι ημερήσιες εφημερίδες της Αθήνας και άλλων πόλεων που μετά ονομάστηκαν "απογευματινές", σε αντιδιαστολή προς τις πρωινά φύλλα που τυπώνονταν νωρίτερα.
     συνώνυμα: βραδινός, νυχτερινός
     αντώνυμα: πρωινός, αυγερινός
  2. (ουσιαστικοποιημένο) ο Εσπερινός, ο πλανήτης Αφροδίτη κατά τη δύση του ήλιου

Άλλες μορφές επεξεργασία

Συγγενικά επεξεργασία

  Ουσιαστικό επεξεργασία

εσπερινός αρσενικό

  Μεταφράσεις επεξεργασία