Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο εσθονικός η εσθονική το εσθονικό
      γενική του εσθονικού της εσθονικής του εσθονικού
    αιτιατική τον εσθονικό την εσθονική το εσθονικό
     κλητική εσθονικέ εσθονική εσθονικό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι εσθονικοί οι εσθονικές τα εσθονικά
      γενική των εσθονικών των εσθονικών των εσθονικών
    αιτιατική τους εσθονικούς τις εσθονικές τα εσθονικά
     κλητική εσθονικοί εσθονικές εσθονικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

εσθονικός < Εσθονός

  Επίθετο επεξεργασία

εσθονικός, -ή, -ό

  • που προέρχεται από την Εσθονία ή ανήκει ή αναφέρεται στη χώρα αυτή και το λαό της

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία