ερωτημένος
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- ερωτημένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου ερωτώ
Μετοχή επεξεργασία
ερωτημένος
- που έχει ερωτηθεί
Συγγενικά επεξεργασία
- → δείτε τη λέξη ρωτώ
Δείτε επίσης επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
ερωτημένος
|