Δείτε επίσης: ερωτευμένος

Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο ερωτημένος η ερωτημένη το ερωτημένο
      γενική του ερωτημένου της ερωτημένης του ερωτημένου
    αιτιατική τον ερωτημένο την ερωτημένη το ερωτημένο
     κλητική ερωτημένε ερωτημένη ερωτημένο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι ερωτημένοι οι ερωτημένες τα ερωτημένα
      γενική των ερωτημένων των ερωτημένων των ερωτημένων
    αιτιατική τους ερωτημένους τις ερωτημένες τα ερωτημένα
     κλητική ερωτημένοι ερωτημένες ερωτημένα
Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

ερωτημένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου ερωτώ

  Μετοχή επεξεργασία

ερωτημένος

Συγγενικά επεξεργασία

  • → δείτε τη λέξη ρωτώ

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία