Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η εργάτρια οι εργάτριες
      γενική της εργάτριας των εργατριών
    αιτιατική την εργάτρια τις εργάτριες
     κλητική εργάτρια εργάτριες
Κατηγορία όπως «θάλασσα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

εργάτρια < εργάτης + -τρια
 
Εργάτριες βιομηχανίας.
 
Εργάτριες μέλισσες.

  Ουσιαστικό επεξεργασία

εργάτρια θηλυκό (αρσενικό εργάτης)

  1. (επάγγελμα) θηλυκό του εργάτης
  2. (ειδικότερα) κοινή θηλυκή μέλισσα, σε αντίθεση με τη βασίλισσα και τους κηφήνες

  Μεταφράσεις επεξεργασία

για γλώσσες που δεν έχουν ξεχωριστή λέξη για το θηλυκό σε αυτόν τον όρο (ή γενικά) δείτε εργάτης