Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο ερίτιμος η ερίτιμος
ερίτιμη
το ερίτιμο
      γενική του εριτίμου
ερίτιμου
της εριτίμου
ερίτιμης
του εριτίμου
ερίτιμου
    αιτιατική τον ερίτιμο την ερίτιμο
ερίτιμη
το ερίτιμο
     κλητική ερίτιμε ερίτιμε
ερίτιμη
ερίτιμο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι ερίτιμοι οι ερίτιμοι
ερίτιμες
τα ερίτιμα
      γενική των εριτίμων
ερίτιμων
των εριτίμων
ερίτιμων
των εριτίμων
ερίτιμων
    αιτιατική τους εριτίμους
ερίτιμους
τις εριτίμους
ερίτιμες
τα ερίτιμα
     κλητική ερίτιμοι ερίτιμοι
ερίτιμες
ερίτιμα
Οι πρώτοι τύποι, λόγιοι, από την αρχαία κλίση. Οι δεύτεροι τύποι, νεότεροι.
Κατηγορία όπως «άπτερος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

ερίτιμος < αρχαία ελληνική ἐρίτιμος (λέξη που χρησιμοποιείται ήδη στην Ιλιάδα) < επιτατικό πρόθημα ἐρι- + τιμή

  Επίθετο επεξεργασία

ερίτιμος -ος/-η -ο(ν)

  • άξιος εκτίμησης και σεβασμού
    ※  Ρώτα τον ερίτιμο σύζυγό σου όταν επιστρέψει, εκείνος παρακάθεται απόψε σε δείπνα πολιτικών και εκκλησιαστικών κύκλων» της είπα χαμογελαστά (Θάνος Δραγούμης, Εντιμότατα λαμόγια, εκδ. Μεταίχμιο, 2017 [1])
    ※  Πρόκειται για μια αξιέπαινη εκδοτική και καλλιτεχνική δημιουργία, ιδιαίτερα τιμητική για τους δημιουργούς της, την ερίτιμη συγγραφέα, τον σύζυγο - συνεργάτη της και την τοπική αυτοδιοίκηση Πυλάρου (Γεώργιος Δ. Μεταλληνός, Συναντήσεις: ερευνητικές ανιχνεύσεις στην ιστορία και το παρόν, εκδ. Αρμός, 2005, σελ. 373)

  Μεταφράσεις επεξεργασία