Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

επωμίζομαι < (ελληνιστική κοινή) ἐπωμίζομαι < αρχαία ελληνική ἐπι- + -ωμίζομαι < ὦμος

  Ρήμα επεξεργασία

επωμίζομαι

  • αναλαμβάνω ή παίρνω πάνω μου κάποιο δύσκολο έργο, ευθύνες, κλπ.

  Μεταφράσεις επεξεργασία