επιτραπέζιος
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- επιτραπέζιος < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή ἐπιτραπέζιος (επι-πάνω, σετραπέζι), σημασιολογικό δάνειο από τη γαλλική de table
Επίθετο επεξεργασία
επιτραπέζιος, -α, ο
- κατάλληλος για να τοποθετηθεί ή να χρησιμοποιηθεί σε τραπέζι
- επιτραπέζιο ρολόι
- για τραπέζι φαγητού, φαγώσιμος ή πόσιμος