Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
επιτηδειότητα
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Ουσιαστικό
1.2.1
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
πληθυντικός
ονομαστική
η
επιτηδειότητ
α
οι
επιτηδειότητ
ες
γενική
της
επιτηδειότητ
ας
των
επιτηδειοτήτ
ων
αιτιατική
την
επιτηδειότητ
α
τις
επιτηδειότητ
ες
κλητική
επιτηδειότητ
α
επιτηδειότητ
ες
Κατηγορία
όπως «
σάλπιγγα
» -
Παράρτημα:Ουσιαστικά
Ετυμολογία
επεξεργασία
επιτηδειότητα
<
αρχαία ελληνική
ἐπιτηδειότης
Ουσιαστικό
επεξεργασία
επιτηδειότητα
θηλυκό
το να είναι κάποιος
επιτήδειος
, η
ιδιότητα
του
επιτήδειου
Μεταφράσεις
επεξεργασία
επιτηδειότητα
γαλλικά
:
dextérité
(fr)
,
habileté
(fr)
,
adresse
(fr)