Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

επισυνάπτω < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ἐπισυνάπτω[1]. Συγχρονικά αναλύεται σε επι- + συνάπτω

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /e.pi.siˈna.pto/
τυπογραφικός συλλαβισμός: ε‐πι‐συ‐νά‐πτω

  Ρήμα επεξεργασία

επισυνάπτω

  1. προσαρτώ σε ένα επίσημο έγγραφο (αίτηση, αναφορά, διαβιβαστικό κλπ) επιπλέον συνοδευτικά σχετικά έγγραφα ή δικαιολογητικά
  2. προσαρτώ σε ένα μήνυμα ηλεκτρονικού ταχυδρομείου ένα ή περισσότερα αρχεία για αποστολή στον παραλήπτη

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Αναφορές επεξεργασία