Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

επιπλώνω < έπιπλο + -ώνω ((μεταφραστικό δάνειο) γαλλική ameubler)

  Ρήμα επεξεργασία

επιπλώνω (παθητική φωνή: επιπλώνομαι)

Συνώνυμα επεξεργασία

Συγγενικά επεξεργασία

Κλίση επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία