Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο επιπλοποιός οι επιπλοποιοί
      γενική του επιπλοποιού των επιπλοποιών
    αιτιατική τον επιπλοποιό τους επιπλοποιούς
     κλητική επιπλοποιέ επιπλοποιοί
Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
 
ένας επιπλοποιός στην Τανζανία

  Ετυμολογία επεξεργασία

επιπλοποιός < έπιπλ(ο) + -ο- + -ποιός

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /e.pi.plo.piˈos/

  Ουσιαστικό επεξεργασία

επιπλοποιός αρσενικό

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία