επιπλοποιός
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /e.pi.plo.piˈos/
Ουσιαστικό επεξεργασία
επιπλοποιός αρσενικό
- (επάγγελμα) αυτός που ασχολείται επαγγελματικά με την κατασκευή επίπλων
Συγγενικά επεξεργασία
- επιπλοποιείο
- επιπλοποιία
- → δείτε τις λέξεις έπιπλο και ποιώ