Δείτε επίσης: επιπλέων

Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

επιπλέον < (διαχρονικό δάνειο) καθαρεύουσα ἐπιπλέον < ἐπὶ πλέον < αρχαία ελληνική ἐπὶ πλέον → δείτε τις λέξεις ἐπί και πλέον

  Επίρρημα επεξεργασία

επιπλέον

  1. εκτός αυτού, επίσης, από πάνω
    Ζήτησε, επιπλέον, νέες διαβεβαιώσεις.
    Απαίτησε, επιπλέον, να του δοθεί και προίκα.
     συνώνυμα: συν τοις άλλοις, εξάλλου, επιπρόσθετα
  2. (με γενική) παραπάνω
    Δεν είναι δυνατόν να ξοδέψω τόσα επιπλέον.
    Επιπλέον του ωραρίου.
  3. (επιθετικοποιημένο) πρόσθετος, περισσότερος, παραπάνω
    Εν τέλει βρήκε τα επιπλέον χρήματα για να ολοκληρώσει το έργο που ανέλαβε.
     συνώνυμα: παραπανίσιος, έξτρα, συμπληρωματικός

Άλλες μορφές επεξεργασία

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Πηγές επεξεργασία

  Κλιτικός τύπος μετοχής επεξεργασία

επιπλέον