Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

επινοώ < αρχαία ελληνική ἐπινοέω / ἐπινοῶ < ἐπί + νοέω < νόος / νοῦς

  Ρήμα επεξεργασία

επινοώ (παθητική φωνή: επινοούμαι)

Συνώνυμα επεξεργασία

Συγγενικά επεξεργασία

Κλίση επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία