επιμέλεια
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- επιμέλεια < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ἐπιμέλεια < ἐπιμελής < ἐπί + μέλω
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /e.piˈme.li.a/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : ε‐πι‐μέ‐λει‐α
Ουσιαστικό επεξεργασία
επιμέλεια θηλυκό
- η φροντίδα και το ενδιαφέρον για κάτι
- (νομικός όρος) η ανάληψη της ευθύνης και η φροντίδα προς κάποιο πρόσωπο που δεν μπορεί να φροντίζει μόνο του τον εαυτό του
- → δείτε τη λέξη κηδεμονία
Συγγενικά επεξεργασία
- → δείτε τη λέξη επιμελής
Μεταφράσεις επεξεργασία
νομικός όρος