Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο επιθεωρητής οι επιθεωρητές
      γενική του επιθεωρητή των επιθεωρητών
    αιτιατική τον επιθεωρητή τους επιθεωρητές
     κλητική επιθεωρητή επιθεωρητές
Κατηγορία όπως «ποιητής» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

επιθεωρητής < (επιθεωρώ) επιθεωρη- + -τής (μεταφραστικό δάνειο από τη γαλλική inspecteur) [1]

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /e.pi.θe.o.ɾiˈtis/
τυπογραφικός συλλαβισμός: ε‐πι‐θε‐ω‐ρη‐τής

  Ουσιαστικό επεξεργασία

επιθεωρητής αρσενικό (θηλυκό επιθεωρήτρια)

  1. (επάγγελμα) αυτός που επιθεωρεί
  2. (ειδικότερα) ιεραρχικός τίτλος ή βαθμός δημοσίου υπαλλήλου που επιθεωρεί, ελέγχει ή συντονίζει τις υπηρεσίες ευθύνης του
    είναι επιθεωρητής μέσης εκπαίδευσης
    «Ο Επιθεωρητής» είναι ένα από τα σπουδαιότερα θεατρικά έργα του Νικολάι Γκόγκολ. Πρωτοπαίχτηκε το 1836.

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Αναφορές επεξεργασία