Δείτε επίσης: ἐπιζήμιος

Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο επιζήμιος η επιζήμια το επιζήμιο
      γενική του επιζήμιου της επιζήμιας του επιζήμιου
    αιτιατική τον επιζήμιο την επιζήμια το επιζήμιο
     κλητική επιζήμιε επιζήμια επιζήμιο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι επιζήμιοι οι επιζήμιες τα επιζήμια
      γενική των επιζήμιων των επιζήμιων των επιζήμιων
    αιτιατική τους επιζήμιους τις επιζήμιες τα επιζήμια
     κλητική επιζήμιοι επιζήμιες επιζήμια
ομάδα 'ωραίος', Κατηγορία όπως «θαυμάσιος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

επιζήμιος < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ἐπιζήμιος.[1] Συγχρονικά αναλύεται σε επι- + ζημί(α) + -ος

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /e.piˈzi.mi.os/

  Επίθετο επεξεργασία

επιζήμιος, -α, -ο

  • που προκαλεί ζημιά ή βλάβη, κυρίως οικονομικής φύσης

Συνώνυμα επεξεργασία

Αντώνυμα επεξεργασία

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Αναφορές επεξεργασία