επιδείξεις
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ρηματικός τύπος επεξεργασία
επιδείξεις
- (να, ας, αν, ίσως κλπ) β' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος επιδεικνύω
- θα επιδείξεις: β' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος επιδεικνύω
Κλιτικός τύπος ουσιαστικού επεξεργασία
επιδείξεις θηλυκό
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του επίδειξη