επεισοδιακός
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- επεισοδιακός < επεισόδι(ο) + -ακός
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /e.pi.so.ði.aˈkos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : ε‐πει‐σο‐δι‐α‐κός
Επίθετο επεξεργασία
επεισοδιακός, -ή, -ό
Μεταφράσεις επεξεργασία
επεισοδιακός
Πηγές επεξεργασία
- επεισοδιακός - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας