Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

επανιδρύω < επαν- + ιδρύω (μεταφραστικό δάνειο από τη γαλλική reconstituer)

  Ρήμα επεξεργασία

επανιδρύω (παθητική φωνή: επανιδρύομαι)

Συγγενικά επεξεργασία

Κλίση επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία