Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

επαναπροσδιορίζω < επανα- + προσδιορίζω

  Ρήμα επεξεργασία

επαναπροσδιορίζω

  • προσδιορίζω εκ νέου, δίνω άλλο περιεχόμενο σε κάτι
    πρέπει να επαναπροσδιορίσουμε την πολιτική μας και τους στόχους μας

Συγγενικά επεξεργασία

Κλίση επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία