επαγωγικός
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- επαγωγικός <
- για τη σημασία στη λογική < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή ἐπαγωγικός < αρχαία ελληνική ἐπαγωγ(ή) + -ικός
- για τη σημασία στη φυσική < επαγωγ(ή) + -ικός [1]
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /e.pa.ɣo.ʝiˈkos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : ε‐πα‐γω‐γι‐κός
Επίθετο επεξεργασία
επαγωγικός, -ή, -ό [2]
- (λογική) συλλογισμός που ξεκινάει από το ειδικό, το μερικό και οδηγείται σε κάτι γενικό
- (φυσική) που σχετίζεται με την επαγωγή ή αναφέρεται σ' αυτήν
- ↪ επαγωγικό ρεύμα, πηνίο, κύκλωμα
Συγγενικά επεξεργασία
→ και δείτε τις λέξεις επαγωγή, επάγω, επί και άγω
Μεταφράσεις επεξεργασία
Αναφορές επεξεργασία
- ↑ επαγωγικός - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- ↑ επαγωγικός - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)