Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η εξώπορτα οι εξώπορτες
      γενική της εξώπορτας των εξωπορτών
    αιτιατική την εξώπορτα τις εξώπορτες
     κλητική εξώπορτα εξώπορτες
Κατηγορία όπως «θάλασσα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

εξώπορτα < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική ἐξώπορτα < ἔξω + πόρτα[1]

File:Front door, South Side, 2022-10-08, 01.jpg

 
Εξώπορτα κατοικίας.

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /eˈkso.poɾ.ta/
τυπογραφικός συλλαβισμός: ε‐ξώ‐πορ‐τα

  Ουσιαστικό επεξεργασία

εξώπορτα θηλυκό

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Αναφορές επεξεργασία