Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

εξόχως < έξοχος

  Επίρρημα επεξεργασία

εξόχως

  1. εξαιρετικά, σε πολύ μεγάλο βαθμό
    ένα κείμενο εξόχως ενδιαφέρον

  Μεταφράσεις επεξεργασία