Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

εξωτερικεύω < εξωτερικός + -εύω (μεταφραστικό δάνειο από τη γαλλική extérioriser)

  Ρήμα επεξεργασία

εξωτερικεύω (παθητική φωνή: εξωτερικεύομαι)

Συγγενικά επεξεργασία

Κλίση επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία