Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

εξυψώνω < ελληνιστική κοινή ἐξυψόω / ἐξυψῶ < αρχαία ελληνική ἐξ + ὑψόω / ὑψῶ < ὕψος

  Ρήμα επεξεργασία

εξυψώνω (παθητική φωνή: εξυψώνομαι)

  1. (κυριολεκτικά) ανεβάζω
  2. (μεταφορικά) ανεβάζω, ενισχύω
  3. (μεταφορικά) επαινώ

Συγγενικά επεξεργασία

Κλίση επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία