Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το εξυπνοπούλι τα εξυπνοπούλια
      γενική του εξυπνοπουλιού των εξυπνοπουλιών
    αιτιατική το εξυπνοπούλι τα εξυπνοπούλια
     κλητική εξυπνοπούλι εξυπνοπούλια
Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση.
Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

εξυπνοπούλι < έξυπνο + -ο- + πουλί +

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /e.ksi.pnoˈpu.li/

  Ουσιαστικό επεξεργασία

εξυπνοπούλι ουδέτερο

Άλλες μορφές επεξεργασία

Συνώνυμα επεξεργασία

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία