Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

εξουδετερώνω < εξ- + ουδέτερ(ος) + -ώνω (μεταφραστικό δάνειο από τη γαλλική neutraliser)[1]

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /e.ksu.ðe.teˈɾo.no/
τυπογραφικός συλλαβισμός: ε‐ξου‐δε‐τε‐ρώ‐νω
παλιότερος συλλαβισμός: εξ‐ου‐δε‐τε‐ρώ‐νω

  Ρήμα επεξεργασία

εξουδετερώνω, αόρ.: εξουδετέρωσα, παθ.φωνή: εξουδετερώνομαι, π.αόρ.: εξουδετερώθηκα, μτχ.π.π.: εξουδετερωμένος

  1. εξαφανίζω τα αρνητικά ή βλαπτικά αποτελέσματα μιας ενέργειας, ενός πράγματος κ.λπ.
  2. (χημεία) μετατρέπω ένα διάλυμα σε ουδέτερο

Συγγενικά επεξεργασία

Κλίση επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Αναφορές επεξεργασία