Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

εξοπλίζω < λείπει η ετυμολογία

  Ρήμα επεξεργασία

εξοπλίζω

ένα συνεργείο πρέπει να είναι εξοπλισμένο με πολλά εργαλεία
η χώρα θα εξοπλίσει τον στρατό της με νέα τανκς


Συγγενικά επεξεργασία

Κλίση επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία