Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

εξομοιώνω < αρχαία ελληνική ἐξομοιόω / ἐξομοιῶ

  Ρήμα επεξεργασία

εξομοιώνω (παθητική φωνή: εξομοιώνομαι)

  1. θεωρώ όμοια δύο πράγματα που είναι μεταξύ τους ανόμοια
  2. κάνω ενέργειες, ώστε κάτι να αποκτήσει ίση αξία με κάτι άλλο ανώτερό του

Συγγενικά επεξεργασία

Κλίση επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία