Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο εξαντλητικός η εξαντλητική το εξαντλητικό
      γενική του εξαντλητικού της εξαντλητικής του εξαντλητικού
    αιτιατική τον εξαντλητικό την εξαντλητική το εξαντλητικό
     κλητική εξαντλητικέ εξαντλητική εξαντλητικό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι εξαντλητικοί οι εξαντλητικές τα εξαντλητικά
      γενική των εξαντλητικών των εξαντλητικών των εξαντλητικών
    αιτιατική τους εξαντλητικούς τις εξαντλητικές τα εξαντλητικά
     κλητική εξαντλητικοί εξαντλητικές εξαντλητικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

εξαντλητικός < (εξαντλώ) εξαντλη- + -τικός [1]

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /e.ksand.li.tiˈkos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: ε‐ξαντ‐λη‐τι‐κός

  Επίθετο επεξεργασία

εξαντλητικός, -ή, -ό

  1. για εργασία, προσπάθεια κ.λπ. που εξαντλεί
    ο δρομέας τερμάτισε μετά από μια εξαντλητική προσπάθεια
     συνώνυμα: εξουθενωτικός, κουραστικός
  2. που δεν εξαιρεί, δεν παραλείπει κανένα από τα στοιχεία ενός συνόλου
    ο συγγραφέας προχωρεί σε εξαντλητική απαρίθμηση όλων των αιτίων του φαινομένου

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Αναφορές επεξεργασία