Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο εξαναγκασμός οι εξαναγκασμοί
      γενική του εξαναγκασμού των εξαναγκασμών
    αιτιατική τον εξαναγκασμό τους εξαναγκασμούς
     κλητική εξαναγκασμέ εξαναγκασμοί
Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

εξαναγκασμός < εξαναγκάζω < ἐξαναγκάζω < ἐξ + ἀναγκάζω

  Ουσιαστικό επεξεργασία

εξαναγκασμός αρσενικό

  1. η υποχρέωση από άλλους ή από καταστάσεις σε ενέργεια που δεν αποτελεί επιλογή του υποκειμένου
    ο φυσικός εξαναγκασμός υποκαθιστά τον ψυχολογικό εξαναγκασμό οσάκις αυτός στερείται αποτελεσματικότητας (από το βιβλίο "Κυρωτική Λειτουργία του Δικαίου", του Κ. Δεσποτόπουλου)
  2. (ψυχιατρική) η παρορμητική συμπεριφορά, η εξαναγκαστική, η ψυχαναγκαστική επανάληψη λέξεων, κινήσεων χωρίς την λογική επιθυμία ή επιλογή του υποκειμένου

  Μεταφράσεις επεξεργασία