Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία


↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το εξαήμερο τα εξαήμερα
      γενική του εξαήμερου των εξαήμερων
    αιτιατική το εξαήμερο τα εξαήμερα
     κλητική εξαήμερο εξαήμερα
Κατηγορία όπως «σίδερο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

εξαήμερο, ουδέτερο του εξαήμερος

  Ουσιαστικό επεξεργασία

εξαήμερο ουδέτερο

εορταστικό εξαήμερο

  Μεταφράσεις επεξεργασία