Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το ενύπνιο τα ενύπνια
      γενική του ενυπνίου
ενύπνιου
των ενυπνίων
    αιτιατική το ενύπνιο τα ενύπνια
     κλητική ενύπνιο ενύπνια
Κατηγορία όπως «πρόσωπο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

ενύπνιο < ουσιαστικοποιημένο ουδέτερο του αρχαίου ἐνύπνιος

  Ουσιαστικό επεξεργασία

ενύπνιο ουδέτερο

  • (λόγιο) το όνειρο (διαδοχή παραστάσεων που εμφανίζονται στο νου κατά τη διάρκεια του ύπνου)
    ※  Τι διάολο θέλεις και χτυπάς; Μου εσακάτεψες ένα ωραίο ενύπνιο που έβλεπα... (Νίκος Καχτίτσης Το ενύπνιο [διήγημα])

  Μεταφράσεις επεξεργασία