Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
εντυπωσιακός
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Επίθετο
1.2.1
Συγγενικά
1.2.2
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
ο
εντυπωσιακ
ός
η
εντυπωσιακ
ή
το
εντυπωσιακ
ό
γενική
του
εντυπωσιακ
ού
της
εντυπωσιακ
ής
του
εντυπωσιακ
ού
αιτιατική
τον
εντυπωσιακ
ό
την
εντυπωσιακ
ή
το
εντυπωσιακ
ό
κλητική
εντυπωσιακ
έ
εντυπωσιακ
ή
εντυπωσιακ
ό
↓
πτώσεις
πληθυντικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
οι
εντυπωσιακ
οί
οι
εντυπωσιακ
ές
τα
εντυπωσιακ
ά
γενική
των
εντυπωσιακ
ών
των
εντυπωσιακ
ών
των
εντυπωσιακ
ών
αιτιατική
τους
εντυπωσιακ
ούς
τις
εντυπωσιακ
ές
τα
εντυπωσιακ
ά
κλητική
εντυπωσιακ
οί
εντυπωσιακ
ές
εντυπωσιακ
ά
Κατηγορία
όπως «
καλός
» -
Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές
Ετυμολογία
επεξεργασία
εντυπωσιακός
<
εντύπωση
+
-ακός
Επίθετο
επεξεργασία
εντυπωσιακός
που
προκαλεί
(
έντονη
)
εντύπωση
Συγγενικά
επεξεργασία
εντυπωσιακά
→
δείτε
τη λέξη
εντύπωση
Μεταφράσεις
επεξεργασία
εντυπωσιακός
αγγλικά
:
impressive
(en)
γαλλικά
:
impressionnant
(fr)