Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

εντυπωσιάζω < εντύπωση + -άζω[1]

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /en.di.po.siˈa.zo/
τυπογραφικός συλλαβισμός: ε‐ντυ‐πω‐σι‐ά‐ζω

  Ρήμα επεξεργασία

εντυπωσιάζω, παθ. φωνή: εντυπωσιάζομαι, παθ.μτχ.: εντυπωσιασμένος

Κλίση επεξεργασία

Συνώνυμα επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Αναφορές επεξεργασία