εντρίβω
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- εντρίβω < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ἐντρίβω < ἐν (εν-) + τρίβω < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *terh₁- [1] (τρίβω)
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /enˈdɾi.vo/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : ε‐ντρί‐βω
- παλιότερος συλλαβισμός : εν‐τρί‐βω
Ρήμα επεξεργασία
εντρίβω
- (παρωχημένο)<ref>⌘ Δημητράκος, Δημήτριος Β. (1964) Μέγα λεξικὸν ὅλης τῆς Ἑλληνικῆς γλώσσης, 1930-1950. 2η έκδοση:1964. Αθήνα: Εκδόσεις: Δομή (15 τόμοι) & επανεκδόσεις, 1η έκδοση:1953 (9 τόμοι) Ελληνική Παιδεία, . κάνω εντριβή
Συγγενικά επεξεργασία
Δείτε επίσης επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
Αναφορές επεξεργασία
- ↑ Beekes, Robert S. P. (2010) Etymological Dictionary of Greek. [Ετυμολογικό λεξικό της ελληνικής γλώσσας] (στα αγγλικά) με την αρωγή του Lucien van Beek. Leiden: Brill. Τόμοι 1‑2.