Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

ενσωματώνω < ελληνιστική κοινή ἐνσωματόω / ἐνσωματῶ ((μεταφραστικό δάνειο) γαλλική incorporer)

  Ρήμα επεξεργασία

ενσωματώνω (παθητική φωνή: ενσωματώνομαι)

Συγγενικά επεξεργασία

Δείτε επίσης επεξεργασία

Κλίση επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία