ενεχυροδανείστρια
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- ενεχυροδανείστρια < ενεχυροδανειστής + -τρια
Ουσιαστικό επεξεργασία
ενεχυροδανείστρια θηλυκό
- (οικονομία, επάγγελμα) θηλυκό του ενεχυροδανειστής
Μεταφράσεις επεξεργασία
ενεχυροδανείστρια