ενενηκοστός
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- ενενηκοστός < αρχαία ελληνική ἐνενηκοστός
Αριθμητικό επεξεργασία
ενενηκοστός
Συγγενικά επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
ενενηκοστός
|
Δείτε επίσης : ἐνενηκοστός |
ενενηκοστός
|