Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

ενδιαφέρουσα < ουσιαστικοποιημένο θηλυκό του ενδιαφέρων

  Ουσιαστικό επεξεργασία

ενδιαφέρουσα θηλυκό

  1. η εγκυμοσύνη (πάντα με την πρόθεση σε)
    Υπέροχα φορέματα για νύφες (και όχι μόνο) σε ενδιαφέρουσα!

Σημειώσεις επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Κλιτικός τύπος μετοχής επεξεργασία

ενδιαφέρουσα